νωμίτης

νωμίτης
ο
το μέρος υφάσματος που αποτελεί τον ώμο φορέματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νωμίτης — ο [νώμος] 1. το μέρος τού ενδύματος που βρίσκεται στον ώμο ή γύρω από αυτόν 2. κομμάτι χοντρού υφάσματος το οποίο τοποθετούν οι αχθοφόροι στον ώμο προκειμένου να σηκώσουν βάρος πάνω σε αυτόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”